-
1 πως
πως, ion. κως, enklitisch, irgend wie, auf irgend eine Art, Hom. u. Folgde. Oft mit αἰ, εἰ, οὐ u. μή verbunden; oft tritt es zu andern Adverbiis hinzu, ὧδέ πως, Xen. Cyr. 3, 3, 7 An. 1, 7, 9, ἄλλως πως, auf irgend eine andere Weise, 3, 1, 20; μόγις πως, Plat. Prot. 328 d; μάλα πως, Xen. Cyr. 4, 5, 54; τεχνικῶς πως, An. 5, 9, 5; in welcher Vrbdg es für uns zuweilen ganz pleonastisch wird, Wolf Dem. Lpt. p. 299.
См. также в других словарях:
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek